Anonymous

μήλωψ: Difference between revisions

From LSJ
287 bytes added ,  31 December 2018
3
(5)
(3)
Line 10: Line 10:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μήλωψ:''' -οπος, ὁ, ἡ ([[μῆλον]] Β, <i>ὤψ</i>), αυτός που μοιάζει με [[μήλο]], [[κίτρινος]], ώριμος, σε Ομήρ. Οδ.· ως προς την γεν. πρβλ. [[αἴθων]], -ονος.
|lsmtext='''μήλωψ:''' -οπος, ὁ, ἡ ([[μῆλον]] Β, <i>ὤψ</i>), αυτός που μοιάζει με [[μήλο]], [[κίτρινος]], ώριμος, σε Ομήρ. Οδ.· ως προς την γεν. πρβλ. [[αἴθων]], -ονος.
}}
{{elru
|elrutext='''μήλωψ:''' οπος adj. цветом (похожий) на яблоко или на померанец, золотистый: μήλοπα καρπὸν ἀλετρεύειν Hom. молоть золотистый плод, т. е. хлебные зерна.
}}
}}