3,277,114
edits
(5) |
(3) |
||
Line 10: | Line 10: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μήλωψ:''' -οπος, ὁ, ἡ ([[μῆλον]] Β, <i>ὤψ</i>), αυτός που μοιάζει με [[μήλο]], [[κίτρινος]], ώριμος, σε Ομήρ. Οδ.· ως προς την γεν. πρβλ. [[αἴθων]], -ονος. | |lsmtext='''μήλωψ:''' -οπος, ὁ, ἡ ([[μῆλον]] Β, <i>ὤψ</i>), αυτός που μοιάζει με [[μήλο]], [[κίτρινος]], ώριμος, σε Ομήρ. Οδ.· ως προς την γεν. πρβλ. [[αἴθων]], -ονος. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μήλωψ:''' οπος adj. цветом (похожий) на яблоко или на померанец, золотистый: μήλοπα καρπὸν ἀλετρεύειν Hom. молоть золотистый плод, т. е. хлебные зерна. | |||
}} | }} |