πραγματώδης: Difference between revisions

4
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πραγμᾰτώδης:''' -ες ([[εἶδος]]), [[κοπιώδης]], [[ενοχλητικός]]· επίρρ. <i>-δως</i>, συγκρ. <i>-έστερον</i>, σε Δημ.
|lsmtext='''πραγμᾰτώδης:''' -ες ([[εἶδος]]), [[κοπιώδης]], [[ενοχλητικός]]· επίρρ. <i>-δως</i>, συγκρ. <i>-έστερον</i>, σε Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''πραγμᾰτώδης:''' утомительный, обременительный, тяжелый Isocr., Dem.
}}
}}