Anonymous

ἀντιρρητικός: Difference between revisions

From LSJ
1
(5)
(1)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἀντιρρητικός]], -ή, -όν)<br />αυτός που έχει [[θέμα]] την [[αντίρρηση]] ή ρέπει [[προς]] την [[αντίρρηση]], [[εριστικός]].
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἀντιρρητικός]], -ή, -όν)<br />αυτός που έχει [[θέμα]] την [[αντίρρηση]] ή ρέπει [[προς]] την [[αντίρρηση]], [[εριστικός]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀντιρρητικός:''' возражающий: ὁ ἀ. [[λόγος]] Sext. опровержение.
}}
}}