Anonymous

ὑφοράω: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑφοράω:''' μέλ. <i>ὑπ-όψομαι</i>, αόρ. βʹ <i>ὑπ-εῖδον</i> και Μέσ. <i>-ειδόμην</i>· [[παρατηρώ]], [[κοιτάζω]] από [[χαμηλά]], [[βλέπω]] με [[καχυποψία]] ή ζήλια, [[υποπτεύομαι]], <i>τινά</i>, σε Θουκ. κ.λπ.
|lsmtext='''ὑφοράω:''' μέλ. <i>ὑπ-όψομαι</i>, αόρ. βʹ <i>ὑπ-εῖδον</i> και Μέσ. <i>-ειδόμην</i>· [[παρατηρώ]], [[κοιτάζω]] από [[χαμηλά]], [[βλέπω]] με [[καχυποψία]] ή ζήλια, [[υποπτεύομαι]], <i>τινά</i>, σε Θουκ. κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑφοράω:''' (fut. [[ὑπόψομαι]], aor. 2 [[ὑπειδόμην]]) тж. med.<br /><b class="num">1)</b> относиться с подозрением, глядеть с недоверием, подозревать (τινα Xen., Dem.): ὑφορῶμενος [[ὑπό]] τινος Plut. находящийся на подозрении у кого-л.;<br /><b class="num">2)</b> опасаться (τι Polyb.): ὑφεωρᾶτο μὴ πολυχρόνιον συμβῇ [[γενέσθαι]] τὴν πολιορκίαν Polyb. он опасался, что осада затянется.
}}
}}