Anonymous

τερετίζω: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τερετίζω:''' Αττ. μέλ. <i>τερετιῶ</i>, [[σφυρίζω]], [[μιμούμαι]] το [[τιτίβισμα]] τζίτζικα ή χελιδονιού, σε Βάβρ. (ηχομιμ. [[λέξη]]).
|lsmtext='''τερετίζω:''' Αττ. μέλ. <i>τερετιῶ</i>, [[σφυρίζω]], [[μιμούμαι]] το [[τιτίβισμα]] τζίτζικα ή χελιδονιού, σε Βάβρ. (ηχομιμ. [[λέξη]]).
}}
{{elru
|elrutext='''τερετίζω:''' щебетать, напевать Arst., Babr., Luc.
}}
}}