Anonymous

ληρέω: Difference between revisions

From LSJ
243 bytes added ,  31 December 2018
3
(5)
(3)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ληρέω:''' μέλ. <i>ληρήσω</i> ([[λῆρος]]), είμαι [[ανόητος]] ή [[μωρός]], μιλάω ή φέρομαι ανόητα, Λατ. mugari, σε Σοφ., Αριστοφ.
|lsmtext='''ληρέω:''' μέλ. <i>ληρήσω</i> ([[λῆρος]]), είμαι [[ανόητος]] ή [[μωρός]], μιλάω ή φέρομαι ανόητα, Λατ. mugari, σε Σοφ., Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ληρέω:''' (Arph. тж. λῆρον λ.) говорить пустяки, нести вздор (λ. καὶ μαίνεσθαι Plat.; περί τινος Isocr.): τί ληρεῖς; Arph. что ты мелешь?
}}
}}