Anonymous

ἐκμεθύσκω: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐκμεθύσκω:''' μέλ. -ύσω [ῠ], κάνω κάποιον να μεθύσει [[ολότελα]], [[διαποτίζω]] με [[κάτι]], με γεν., σε Ανθ.
|lsmtext='''ἐκμεθύσκω:''' μέλ. -ύσω [ῠ], κάνω κάποιον να μεθύσει [[ολότελα]], [[διαποτίζω]] με [[κάτι]], με γεν., σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐκμεθύσκω:''' досл. обильно поить вином, перен. обильно наливать ([[λύχνον]] ἐλαιηρῆς δρόσου Anth.).
}}
}}