Anonymous

ἐπιρρήσσω: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιρρήσσω:''' μέλ. <i>-ξω</i>, Επικ. παρατ. <i>-ρήσσεσκον</i>, Ιων. αντί [[ἐπιρράσσω]]· [[σπρώχνω]] με [[δύναμη]], [[κλείνω]] βίαια, <i>θύρην</i>, σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''ἐπιρρήσσω:''' μέλ. <i>-ξω</i>, Επικ. παρατ. <i>-ρήσσεσκον</i>, Ιων. αντί [[ἐπιρράσσω]]· [[σπρώχνω]] με [[δύναμη]], [[κλείνω]] βίαια, <i>θύρην</i>, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιρρήσσω:''' эп.-ион. [[ἐπιρράσσω]] захлопывать, задвигать (τὸν ἐπιβλῆτα Hom.; πύλας Soph.).
}}
}}