3,277,719
edits
(3) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀχθηδών:''' -όνος, ἡ,<br /><b class="num">1.</b> [[βάρος]], φορτίο, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[λύπη]], [[ταλαιπωρία]], [[ενόχληση]], [[δυσφορία]], σε Θουκ., Πλάτ.· <i>δι' ἀχθηδόνα</i>, [[χάριν]] ενοχλήσεως, λέγεται για [[πείραγμα]], σε Θουκ. (από το [[ἄχθος]] όπως το [[ἀλγηδών]] από το [[ἄλγος]]). | |lsmtext='''ἀχθηδών:''' -όνος, ἡ,<br /><b class="num">1.</b> [[βάρος]], φορτίο, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[λύπη]], [[ταλαιπωρία]], [[ενόχληση]], [[δυσφορία]], σε Θουκ., Πλάτ.· <i>δι' ἀχθηδόνα</i>, [[χάριν]] ενοχλήσεως, λέγεται για [[πείραγμα]], σε Θουκ. (από το [[ἄχθος]] όπως το [[ἀλγηδών]] από το [[ἄλγος]]). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀχθηδών:''' όνος ἡ<br /><b class="num">1)</b> тяжесть, бремя (κακοῦ Aesch.);<br /><b class="num">2)</b> мучение, скорбь Plat.: δι᾽ ἀχθηδόνα Thuc. на зло; πρὸς ἀχθηδόνα Luc. с досадой. | |||
}} | }} |