Anonymous

ἐπιθωΰσσω: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιθωΰσσω:''' μέλ. <i>-ξω</i>, [[φωνάζω]] [[δυνατά]], [[κραυγάζω]], [[δίνω]] μεγαλοφώνως διαταγές, σε Αισχύλ.· ἐπεθώϋξας [[τοῦτο]], ανακοίνωσες, ώθησες αυτό πάνω μας, στον ίδ.
|lsmtext='''ἐπιθωΰσσω:''' μέλ. <i>-ξω</i>, [[φωνάζω]] [[δυνατά]], [[κραυγάζω]], [[δίνω]] μεγαλοφώνως διαταγές, σε Αισχύλ.· ἐπεθώϋξας [[τοῦτο]], ανακοίνωσες, ώθησες αυτό πάνω μας, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιθωΰσσω:''' (aor. ἐπεθώϋξα)<br /><b class="num">1)</b> громко приказывать (κελεύειν καὶ ἐ. Aesch.): οὐκ ἀκούσαις ἐπεθώϋξας [[τοῦτο]] Aesch. твой призыв соответствует и нашим желаниям;<br /><b class="num">2)</b> подбодрять: [[κάλαμος]] κώπαις ἐπιθωΰξει Eur. свирель (Пана) зазвучит, ободряя гребцов.
}}
}}