Anonymous

ἐμπικραίνομαι: Difference between revisions

From LSJ
2
(11)
(2)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐμπικραίνομαι]] (AM)<br /><b>(απολ.)</b> πικραίνομαι, θλίβομαι<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> έχω [[πικρία]] ή [[οργή]] [[εναντίον]] κάποιου<br /><b>2.</b> (για [[αρρώστια]]) επιδεινώνομαι.
|mltxt=[[ἐμπικραίνομαι]] (AM)<br /><b>(απολ.)</b> πικραίνομαι, θλίβομαι<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> έχω [[πικρία]] ή [[οργή]] [[εναντίον]] κάποιου<br /><b>2.</b> (για [[αρρώστια]]) επιδεινώνομαι.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐμπικραίνομαι:''' быть раздраженным, рассерженным (τινι Her.).
}}
}}