Anonymous

τόπαρχος: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τόπαρχος:''' ὁ, ἡ, αυτός που έχει την [[κυβέρνηση]] ή τη [[διοίκηση]] κάποιου τόπου, γυνὴ [[τόπαρχος]], [[δέσποινα]], [[βασίλισσα]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''τόπαρχος:''' ὁ, ἡ, αυτός που έχει την [[κυβέρνηση]] ή τη [[διοίκηση]] κάποιου τόπου, γυνὴ [[τόπαρχος]], [[δέσποινα]], [[βασίλισσα]], σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''τόπαρχος:''' ὁ и ἡ хозяин: δομάτων γυνὴ τ. Aesch. хозяйка дома (v. l. [[ἔπαρχος]]).
}}
}}