Anonymous

σιφλόω: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σιφλόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, [[σακατεύω]], [[ακρωτηριάζω]], [[οδηγώ]] στην εξαθλίωση, εξαθλιώνω, [[εξασθενίζω]], σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''σιφλόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, [[σακατεύω]], [[ακρωτηριάζω]], [[οδηγώ]] στην εξαθλίωση, εξαθλιώνω, [[εξασθενίζω]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''σιφλόω:''' увечить, поражать бессилием (τινα Hom.).
}}
}}