Anonymous

ἐννύχιος: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐννύχιος:''' [ῠ], -α, -ον ή -ος, -ον ([[νύξ]]), [[βραδινός]], βραδιάτικος, [[νυκτερινός]], Λατ. [[nocturnus]], σε Όμηρ., Σοφ.· <i>ἐννύχιοι</i>, οι κάτοικοι στα [[βασίλεια]] της Νύχτας, οι νεκροί, στον ίδ.
|lsmtext='''ἐννύχιος:''' [ῠ], -α, -ον ή -ος, -ον ([[νύξ]]), [[βραδινός]], βραδιάτικος, [[νυκτερινός]], Λατ. [[nocturnus]], σε Όμηρ., Σοφ.· <i>ἐννύχιοι</i>, οι κάτοικοι στα [[βασίλεια]] της Νύχτας, οι νεκροί, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐννύχιος:''' и 2 (ῠ)<br /><b class="num">1)</b> ночной (μαχαναί Soph.; φροντίδες Arph.): [[νῆες]] ἐννύχιαι κατάγοντο Thuc. корабли прибыли ночью;<br /><b class="num">2)</b> полунощный, северный ([[Ῥῖπαι]] Soph.);<br /><b class="num">3)</b> погруженный в (вечный) мрак, т. е. усопший (ἐννυχίων [[ἄναξ]] Soph. = [[Πλούτων]]).
}}
}}