Anonymous

ἀναμάχομαι: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀναμάχομαι:''' [ᾰ], μέλ. -[[μαχέσομαι]], Αττ. -[[μαχοῦμαι]], αποθ., [[αναζωπυρώνω]] τη [[μάχη]], [[αποκαθιστώ]] προηγούμενη [[ήττα]], σε Ηρόδ., Θουκ.· <i>ἀν. τὸν λόγον</i>, [[μάχομαι]] σε αγώνα λόγων [[άλλη]] μια [[ακόμη]] [[φορά]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''ἀναμάχομαι:''' [ᾰ], μέλ. -[[μαχέσομαι]], Αττ. -[[μαχοῦμαι]], αποθ., [[αναζωπυρώνω]] τη [[μάχη]], [[αποκαθιστώ]] προηγούμενη [[ήττα]], σε Ηρόδ., Θουκ.· <i>ἀν. τὸν λόγον</i>, [[μάχομαι]] σε αγώνα λόγων [[άλλη]] μια [[ακόμη]] [[φορά]], σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀναμάχομαι:''' <b class="num">1)</b> возобновлять сражение Her., Thuc., Xen.: ἀ. τὸν λόγον τινός Plat. вновь оспаривать чей-л. довод;<br /><b class="num">2)</b> заглаживать, возмещать (τὴν φθοράν Arst.; τὴν γεγενημένην περιπέτειαν Polyb.; τὴν προτέραν ἧτταν Plut.; τὸ [[ἐλάττωμα]] Diod.): συμμάχους προσλαβόντες οἴονται ἀναμαχέσασθαι ἄν Xen. они рассчитывают обзавестись союзниками и отомстить (за поражение).
}}
}}