Anonymous

συμποιέω: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συμποιέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, κάνω [[κάτι]] από κοινού, [[συνεργώ]], [[βοηθώ]], σε Ισαίο.
|lsmtext='''συμποιέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, κάνω [[κάτι]] από κοινού, [[συνεργώ]], [[βοηθώ]], σε Ισαίο.
}}
{{elru
|elrutext='''συμποιέω:''' совместно делать, сотрудничать, помогать Luc.: σ. τι Isae. помогать в чем-л.; σ. τινί τι Eur. сотрудничать с кем-л. в чем-л.
}}
}}