Anonymous

βάδισις: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''βάδισις:''' -εως, ἡ, [[πορεία]], [[περπάτημα]], σε Αριστοφ. λέγεται για λαγούς, σε Ξεν.
|lsmtext='''βάδισις:''' -εως, ἡ, [[πορεία]], [[περπάτημα]], σε Αριστοφ. λέγεται για λαγούς, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''βάδισις:''' εως (βᾰ) ἡ<br /><b class="num">1)</b> хождение, ход ([[πτῆσις]], β., [[ἅλσις]] καὶ τὰ [[τοιαῦτα]] Arst.): τεχνάζειν τῇ βαδίσει Xen. (о преследуемом зайце) совершать запутанные движения, петлять;<br /><b class="num">2)</b> поступь, походка ([[ὄψις]] καὶ β. Plut.): β. καὶ [[τάχος]] Arph. торопливая походка.
}}
}}