Anonymous

προσδοκία: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προσδοκία:''' ἡ ([[προσδοκάω]]),<br /><b class="num">1.</b> [[προσμονή]], [[προσδοκία]], [[αναμονή]], <i>μέλλοντος κακοῦ</i>, <i>θανάτου</i>, σε Πλάτ.· απόλ., σε Δημ.· ακολουθ. από εξαρτημένη [[πρόταση]], [[προσδοκία]] ἦν μή... ή <i>μὴ οὐ..</i>., σε Θουκ.· <i>προσδοκίαν παρέχειν ὡς..</i>., στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> με πρόθ., <i>πρὸς προσδοκίαν</i>, κατά την [[προσδοκία]], στον ίδ.
|lsmtext='''προσδοκία:''' ἡ ([[προσδοκάω]]),<br /><b class="num">1.</b> [[προσμονή]], [[προσδοκία]], [[αναμονή]], <i>μέλλοντος κακοῦ</i>, <i>θανάτου</i>, σε Πλάτ.· απόλ., σε Δημ.· ακολουθ. από εξαρτημένη [[πρόταση]], [[προσδοκία]] ἦν μή... ή <i>μὴ οὐ..</i>., σε Θουκ.· <i>προσδοκίαν παρέχειν ὡς..</i>., στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> με πρόθ., <i>πρὸς προσδοκίαν</i>, κατά την [[προσδοκία]], στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''προσδοκία:''' ἡ ожидание, предположение, предвидение, предчувствие (ἀγαθῶν Xen.; μέλλοντος κακοῦ Plat.): πρὸς или κατὰ τὴν προσδοκίαν Thuc., Plat. как (и) ожидалось; προσδοκίας οὔσης μή τι καὶ οἱ ὑπομένοντες νεωτερίσωσιν Thuc. так как (у лакедемонян) было опасение, как бы остающиеся (в стране) не устроили переворот; [[ἐξελέσθαι]] τινὰ πάσης τῆς προσδοκίας NT избавить кого-л. от всего, чего он боялся.
}}
}}