Anonymous

πολυκλήϊς: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πολυκλήϊς:''' -ῖδος, ἡ ([[κλείς]] I<b>V</b>), αυτός που έχει [[πολλά]] καθίσματα κωπηλατών, σε δοτ.· <i>νηὶ πολυκλήϊδι</i>, <i>νηυσὶ πολυκλήϊσι</i>, σε Όμηρ.· αιτ. [[νῆα]] πολυκλήιδα, σε Ησίοδ.
|lsmtext='''πολυκλήϊς:''' -ῖδος, ἡ ([[κλείς]] I<b>V</b>), αυτός που έχει [[πολλά]] καθίσματα κωπηλατών, σε δοτ.· <i>νηὶ πολυκλήϊδι</i>, <i>νηυσὶ πολυκλήϊσι</i>, σε Όμηρ.· αιτ. [[νῆα]] πολυκλήιδα, σε Ησίοδ.
}}
{{elru
|elrutext='''πολυκλήϊς:''' ϊδος или πολυκληΐς, ΐδος (ῑ) adj. со многими скамьями (для гребцов) ([[νηῦς]] Hom., Hes.).
}}
}}