3,277,218
edits
(6) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πολυκλήϊς:''' -ῖδος, ἡ ([[κλείς]] I<b>V</b>), αυτός που έχει [[πολλά]] καθίσματα κωπηλατών, σε δοτ.· <i>νηὶ πολυκλήϊδι</i>, <i>νηυσὶ πολυκλήϊσι</i>, σε Όμηρ.· αιτ. [[νῆα]] πολυκλήιδα, σε Ησίοδ. | |lsmtext='''πολυκλήϊς:''' -ῖδος, ἡ ([[κλείς]] I<b>V</b>), αυτός που έχει [[πολλά]] καθίσματα κωπηλατών, σε δοτ.· <i>νηὶ πολυκλήϊδι</i>, <i>νηυσὶ πολυκλήϊσι</i>, σε Όμηρ.· αιτ. [[νῆα]] πολυκλήιδα, σε Ησίοδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πολυκλήϊς:''' ϊδος или πολυκληΐς, ΐδος (ῑ) adj. со многими скамьями (для гребцов) ([[νηῦς]] Hom., Hes.). | |||
}} | }} |