Anonymous

καρχήσιον: Difference between revisions

From LSJ
2b
(5)
(2b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καρχήσιον:''' Δωρ. -άσιον <i>[ᾱ]</i>, τό,<br /><b class="num">I.</b> [[ποτήρι]] πιο στενό στη [[μέση]] από ότι στο [[χείλος]] και τον πάτο, σε [[Σαπφώ]] κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> το ψηλότερο [[μέρος]] του καταρτιού, σε Πίνδ. κ.λπ.· στον πληθ., σε Ευρ.
|lsmtext='''καρχήσιον:''' Δωρ. -άσιον <i>[ᾱ]</i>, τό,<br /><b class="num">I.</b> [[ποτήρι]] πιο στενό στη [[μέση]] από ότι στο [[χείλος]] και τον πάτο, σε [[Σαπφώ]] κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> το ψηλότερο [[μέρος]] του καταρτιού, σε Πίνδ. κ.λπ.· στον πληθ., σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''καρχήσιον:''' дор. [[καρχάσιον]] (χᾱ) τό<br /><b class="num">1)</b> мор. верхний конец мачты, топ (πίπτειν ἐκ καρχησίων Eur.; γλαῦξ τοῖς καρχησίοις ἐπικαθίζουσα Plut.);<br /><b class="num">2)</b> кархесий (кубок, расширяющийся кверху и книзу) Diod.
}}
}}