3,277,700
edits
(5) |
(2b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''καρχήσιον:''' Δωρ. -άσιον <i>[ᾱ]</i>, τό,<br /><b class="num">I.</b> [[ποτήρι]] πιο στενό στη [[μέση]] από ότι στο [[χείλος]] και τον πάτο, σε [[Σαπφώ]] κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> το ψηλότερο [[μέρος]] του καταρτιού, σε Πίνδ. κ.λπ.· στον πληθ., σε Ευρ. | |lsmtext='''καρχήσιον:''' Δωρ. -άσιον <i>[ᾱ]</i>, τό,<br /><b class="num">I.</b> [[ποτήρι]] πιο στενό στη [[μέση]] από ότι στο [[χείλος]] και τον πάτο, σε [[Σαπφώ]] κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> το ψηλότερο [[μέρος]] του καταρτιού, σε Πίνδ. κ.λπ.· στον πληθ., σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''καρχήσιον:''' дор. [[καρχάσιον]] (χᾱ) τό<br /><b class="num">1)</b> мор. верхний конец мачты, топ (πίπτειν ἐκ καρχησίων Eur.; γλαῦξ τοῖς καρχησίοις ἐπικαθίζουσα Plut.);<br /><b class="num">2)</b> кархесий (кубок, расширяющийся кверху и книзу) Diod. | |||
}} | }} |