Anonymous

ἀποκύπτω: Difference between revisions

From LSJ
1
(6_14)
(1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀποκύπτω''': μέλλ. -ψω, [[κύπτω]] πρὸς τὰ ἐμπρός, ἂν γὰρ τὰν πολιν ᾇπερ λυχνοφορίοντες ἀποκεκύφαμες Ἀριστοφ. Λυσ. 1003, ἀλλὰ κατὰ Ρεΐσκιον ἐπικεκύφαμες.
|lstext='''ἀποκύπτω''': μέλλ. -ψω, [[κύπτω]] πρὸς τὰ ἐμπρός, ἂν γὰρ τὰν πολιν ᾇπερ λυχνοφορίοντες ἀποκεκύφαμες Ἀριστοφ. Λυσ. 1003, ἀλλὰ κατὰ Ρεΐσκιον ἐπικεκύφαμες.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀποκύπτω:''' нагибаться, наклоняться Arph.
}}
}}