Anonymous

ἄκορος: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἄκορος:''' -ον = [[ἀκόρεστος]]· [[ακούραστος]], [[ακαταπόνητος]], [[αδιάλειπτος]], [[συνεχής]], Λατ. [[improbus]], [[εἰρεσία]], σε Πίνδ.
|lsmtext='''ἄκορος:''' -ον = [[ἀκόρεστος]]· [[ακούραστος]], [[ακαταπόνητος]], [[αδιάλειπτος]], [[συνεχής]], Λατ. [[improbus]], [[εἰρεσία]], σε Πίνδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἄκορος:''' неутомимый, безостановочный (εἰρεσια Pind.).
}}
}}