Anonymous

λαμπαδοῦχος: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 16: Line 16:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λαμπᾰδοῦχος:''' -ον ([[ἔχω]]), αυτός που έχει [[λαμπάδα]], αυτός που λάμπει, [[λαμπρός]], σε Ευρ.
|lsmtext='''λαμπᾰδοῦχος:''' -ον ([[ἔχω]]), αυτός που έχει [[λαμπάδα]], αυτός που λάμπει, [[λαμπρός]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''λαμπᾰδοῦχος:''' факелоносный, факельный, т. е. свадебный, брачный ([[ἁμέρα]] Eur.).
}}
}}