Anonymous

ἐπιστάτης: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιστάτης:''' -ου, ὁ (ἐφίσταμαι),·<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που στέκεται [[πλησίον]], που είναι δίπλα, [[επαίτης]], [[ικέτης]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που βρίσκεται σε [[παράταξη]] μάχης, [[πίσω]] από κάποιον ή στο [[τέλος]] της παράταξης ως [[οπισθοφυλακή]] (όπως είναι ο [[παραστάτης]], που στέκεται [[δεξιά]] ή αριστερά, και απ' την [[άλλη]] ο [[προστάτης]], αυτός που βρίσκεται στην πρώτη [[γραμμή]]), σε Ξεν.<br /><b class="num">II. 1.</b> αυτός που στέκεται [[επάνω]] σε, [[αναβάτης]] άρματος, με γεν., σε Σοφ., Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που έχει οριστεί να επιστατεί, [[αρχηγός]], [[διοικητής]], σε Τραγ.· <i>ἐπιστ. Κολωνοῦ</i>, λέγεται για πολιούχο θεό, σε Σοφ.· <i>ἐπ. ἄθλων</i>, [[πρόεδρος]], [[επιμελητής]] αγώνων, [[εκπαιδευτής]], [[παιδαγωγός]], [[παιδονόμος]], σε Ξεν.<br /><b class="num">III. 1.</b> στην Αθήνα, ο [[πρόεδρος]] των πρυτάνεων της [[βουλῆς]] και της <i>ἐκκλησίας</i>, σε Αισχίν., Δημ.<br /><b class="num">2.</b> [[επόπτης]], [[επιτηρητής]], [[επιστάτης]], [[ελεγκτής]], [[υπεύθυνος]] δημοσίων έργων, στον ίδ.<br /><b class="num">IV.</b> [[χάλκινος]] [[τρίποδας]] που στεκόταν πάνω από τη [[φωτιά]] για το ζεστό [[λουτρό]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''ἐπιστάτης:''' -ου, ὁ (ἐφίσταμαι),·<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που στέκεται [[πλησίον]], που είναι δίπλα, [[επαίτης]], [[ικέτης]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που βρίσκεται σε [[παράταξη]] μάχης, [[πίσω]] από κάποιον ή στο [[τέλος]] της παράταξης ως [[οπισθοφυλακή]] (όπως είναι ο [[παραστάτης]], που στέκεται [[δεξιά]] ή αριστερά, και απ' την [[άλλη]] ο [[προστάτης]], αυτός που βρίσκεται στην πρώτη [[γραμμή]]), σε Ξεν.<br /><b class="num">II. 1.</b> αυτός που στέκεται [[επάνω]] σε, [[αναβάτης]] άρματος, με γεν., σε Σοφ., Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που έχει οριστεί να επιστατεί, [[αρχηγός]], [[διοικητής]], σε Τραγ.· <i>ἐπιστ. Κολωνοῦ</i>, λέγεται για πολιούχο θεό, σε Σοφ.· <i>ἐπ. ἄθλων</i>, [[πρόεδρος]], [[επιμελητής]] αγώνων, [[εκπαιδευτής]], [[παιδαγωγός]], [[παιδονόμος]], σε Ξεν.<br /><b class="num">III. 1.</b> στην Αθήνα, ο [[πρόεδρος]] των πρυτάνεων της [[βουλῆς]] και της <i>ἐκκλησίας</i>, σε Αισχίν., Δημ.<br /><b class="num">2.</b> [[επόπτης]], [[επιτηρητής]], [[επιστάτης]], [[ελεγκτής]], [[υπεύθυνος]] δημοσίων έργων, στον ίδ.<br /><b class="num">IV.</b> [[χάλκινος]] [[τρίποδας]] που στεκόταν πάνω από τη [[φωτιά]] για το ζεστό [[λουτρό]], σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιστάτης:''' ου ὁ<b class="num">1)</b> обращающийся с просьбой, просящий: ἐπιστάτῃ οὐδ᾽ ἅλα δοίης Hom. просящему (подаяния) ты и (щепотки) соли не дал бы;<br /><b class="num">2)</b> воен. следующий сзади (ср. [[προστάτης]] впереди идущий и [[παραστάτης]] идущий рядом, сбоку) Xen.;<br /><b class="num">3)</b> (на чем-л.) стоящий: ἁρμάτων ἐ. Soph. стоящий на колеснице, управляющий колесницей или сражающийся с колесницы; ἐλεφάντων ἐ. Polyb. вожатый слона;<br /><b class="num">4)</b> надзиратель, страж: ποιμνίων ἐ. Soph. пастух;<br /><b class="num">5)</b> начальник, глава: ἐρετμῶν ἐ. Eur. начальник гребцов; ἄθλων ἐ. Plat. распорядитель игр; ἐ. τῶν ἔργων Dem. начальник общественных работ;<br /><b class="num">6)</b> покровитель, заступник (Κολωνοῦ Soph.);<br /><b class="num">7)</b> эпистат (в Афинах, глава пританеев, в день своего избрания председательствовавший в [[βουλή]] и в [[ἐκκλησία]], до избрания девяти πρόεδροι; старший из последних тж. назывался ἐ.) Aeschin., Dem., Arst.;<br /><b class="num">8)</b> специалист, знаток: ἐ. τοῦ ποιῆσαι δεινὸν λέγειν Plat. мастер по части обучения красноречию;<br /><b class="num">9)</b> статуэтка Гефеста (как покровителя очага) или треножник, таган (на который ставят котелок) Arph. Aves 436.
}}
}}