3,274,921
edits
(5) |
(3) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κτεᾰτίζω:''' μέλ. <i>-ίσω</i>· Επικ. αορ. αʹ <i>κτεάτισσα</i> ([[κτάομαι]])· [[αποκτώ]], [[κερδίζω]], [[κατακτώ]], [[επιτυγχάνω]], σε Όμηρ. — Μέσ., με Παθ. παρακ., [[αποκτώ]] για τον εαυτό μου, είμαι [[ιδιοκτήτης]], σε Ομηρ. Ύμν., Θεόκρ. | |lsmtext='''κτεᾰτίζω:''' μέλ. <i>-ίσω</i>· Επικ. αορ. αʹ <i>κτεάτισσα</i> ([[κτάομαι]])· [[αποκτώ]], [[κερδίζω]], [[κατακτώ]], [[επιτυγχάνω]], σε Όμηρ. — Μέσ., με Παθ. παρακ., [[αποκτώ]] για τον εαυτό μου, είμαι [[ιδιοκτήτης]], σε Ομηρ. Ύμν., Θεόκρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κτεᾰτίζω:''' (act. только aor. κτεάτισσα, med. praes. и pf.) приобретать, добывать (δουρὶ κούρην Hom.; med. τι HH). | |||
}} | }} |