Anonymous

ἀγρεύω: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀγρεύω:''' μέλ. <i>ἀγρεύσω</i>, αόρ. αʹ [[ἤγρευσα]] ([[ἄγρα]])·<br /><b class="num">1.</b> [[συλλαμβάνω]] στο [[κυνήγι]] ή στο [[ψάρεμα]], [[πιάνω]], σε Ηρόδ., Ευρ.· επίσης στη Μέσ., <i>θύματ' ἠγρεύσασθ'</i>, συλλάβατε ή διαλέξατε τα θύματά σας μόνοι σας, για τους εαυτούς σας, σε Ευρ. — Παθ., θηρεύομαι, πιάνομαι στο [[κυνήγι]], σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[επιδιώκω]], [[θηρεύω]], [[διψώ]] για [[κάτι]], σε Ευρ.· [[αλλά]]· <i>ἀγρεύειν τινὰλόγῳ</i>, [[συλλαμβάνω]] κάποιον από τα [[λόγια]] του, σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''ἀγρεύω:''' μέλ. <i>ἀγρεύσω</i>, αόρ. αʹ [[ἤγρευσα]] ([[ἄγρα]])·<br /><b class="num">1.</b> [[συλλαμβάνω]] στο [[κυνήγι]] ή στο [[ψάρεμα]], [[πιάνω]], σε Ηρόδ., Ευρ.· επίσης στη Μέσ., <i>θύματ' ἠγρεύσασθ'</i>, συλλάβατε ή διαλέξατε τα θύματά σας μόνοι σας, για τους εαυτούς σας, σε Ευρ. — Παθ., θηρεύομαι, πιάνομαι στο [[κυνήγι]], σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[επιδιώκω]], [[θηρεύω]], [[διψώ]] για [[κάτι]], σε Ευρ.· [[αλλά]]· <i>ἀγρεύειν τινὰλόγῳ</i>, [[συλλαμβάνω]] κάποιον από τα [[λόγια]] του, σε Καινή Διαθήκη
}}
{{elru
|elrutext='''ἀγρεύω:''' <b class="num">1)</b> охотиться, ловить (τι Xen.): ἀ. [[ἰχθῦς]] Her. ловить рыбу; τὴν ἄγραν ἠγρευκότες Eur. поймав добычу; ἀγρευόμενα θηρία Xen. животные, являющиеся предметом охоты, дичь; ἀγρευθεὶς ἤγρευσεν Anth. он попался, но (и сам) поймал; ἀ. [[αἷμα]] τραγοκτόνον Eur. устраивать кровавую охоту на козлов;<br /><b class="num">2)</b> med. схватывать (τι Eur.); выхватывать, вырывать ([[ξίφος]] τινὶ ἐκ [[χερός]] Eur.): μεσημβρινὸν [[ὕπνον]] ἀ. Anth. задремать в полдень.
}}
}}