Anonymous

ἀνατί: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀνᾱτί:''' [ῑ], επίρρ. του [[ἄνατος]], [[ατιμωρητί]], ανεβλαβώς, σε Τραγ.· επίσης γράφεται [[ἀνατεί]].
|lsmtext='''ἀνᾱτί:''' [ῑ], επίρρ. του [[ἄνατος]], [[ατιμωρητί]], ανεβλαβώς, σε Τραγ.· επίσης γράφεται [[ἀνατεί]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνᾱτί:''' и [[ἀνατεί]] adv. без вреда (для себя), безнаказанно Trag., Arph., Plat.
}}
}}