Anonymous

βλαστέω: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 13: Line 13:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''βλαστέω:''' μεταγεν. [[τύπος]] του [[βλαστάνω]], [[συχνά]] εισαγόμενος από τους αντιγραφείς για τους τύπους του αορ. βʹ <i>βλαστεῖν</i>, <i>βλαστών</i>.
|lsmtext='''βλαστέω:''' μεταγεν. [[τύπος]] του [[βλαστάνω]], [[συχνά]] εισαγόμενος από τους αντιγραφείς για τους τύπους του αορ. βʹ <i>βλαστεῖν</i>, <i>βλαστών</i>.
}}
{{elru
|elrutext='''βλαστέω:''' <b class="num">1)</b> досл. выращивать, перен. возжигать Aesch.;<br /><b class="num">2)</b> med. произрастать, вырастать Soph.
}}
}}