3,274,873
edits
(3) |
(1b) |
||
Line 13: | Line 13: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''βλαστέω:''' μεταγεν. [[τύπος]] του [[βλαστάνω]], [[συχνά]] εισαγόμενος από τους αντιγραφείς για τους τύπους του αορ. βʹ <i>βλαστεῖν</i>, <i>βλαστών</i>. | |lsmtext='''βλαστέω:''' μεταγεν. [[τύπος]] του [[βλαστάνω]], [[συχνά]] εισαγόμενος από τους αντιγραφείς για τους τύπους του αορ. βʹ <i>βλαστεῖν</i>, <i>βλαστών</i>. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''βλαστέω:''' <b class="num">1)</b> досл. выращивать, перен. возжигать Aesch.;<br /><b class="num">2)</b> med. произрастать, вырастать Soph. | |||
}} | }} |