Anonymous

προσθύμιος: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προσθύμιος:''' -ον (θῡμός), αυτός που βρίσκεται στο [[μυαλό]] κάποιου, [[ευπρόσδεκτος]], καλοδεχούμενος, <i>τινι</i>, σε Ανθ.
|lsmtext='''προσθύμιος:''' -ον (θῡμός), αυτός που βρίσκεται στο [[μυαλό]] κάποιου, [[ευπρόσδεκτος]], καλοδεχούμενος, <i>τινι</i>, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''προσθύμιος:''' дор. [[ποτιθύμιος|ποτῐθύμιος]] 2 (ῡ) приятный, желанный (ἔργα Anth.).
}}
}}