Anonymous

ἀναλέγω: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀναλέγω:''' Επικ. παρατ. [[ἄλλεγον]], μέλ. <i>ἀναλέξω</i>· Επικ. απαρ. αορ. αʹ [[ἀλλέξαι]]·<br /><b class="num">I.</b> [[συναθροίζω]], [[συλλέγω]], <i>ὀστέα</i>, σε Ομήρ. Ιλ. — Μέσ., [[συλλέγω]] για τον εαυτό μου, σε Ηρόδ.· ἀν. [[πνεῦμα]], [[συνάγω]] την [[αναπνοή]] μου, [[αναπνέω]] [[βαθιά]], σε Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> [[υπολογίζω]], <i>τὸν χρόνον</i>, σε Πλούτ. — Παθ., <i>ἀναλεγόμενον</i>, αυτό που εξιστορείται, σε Ξεν.
|lsmtext='''ἀναλέγω:''' Επικ. παρατ. [[ἄλλεγον]], μέλ. <i>ἀναλέξω</i>· Επικ. απαρ. αορ. αʹ [[ἀλλέξαι]]·<br /><b class="num">I.</b> [[συναθροίζω]], [[συλλέγω]], <i>ὀστέα</i>, σε Ομήρ. Ιλ. — Μέσ., [[συλλέγω]] για τον εαυτό μου, σε Ηρόδ.· ἀν. [[πνεῦμα]], [[συνάγω]] την [[αναπνοή]] μου, [[αναπνέω]] [[βαθιά]], σε Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> [[υπολογίζω]], <i>τὸν χρόνον</i>, σε Πλούτ. — Παθ., <i>ἀναλεγόμενον</i>, αυτό που εξιστορείται, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀναλέγω:''' эп. ἀλλέγω<br /><b class="num">1)</b> тж. med. подбирать, собирать (ὀστέα ἐς φιάλην Hom.; τοὺς ἀναπίπτοντας στατῆρας Her.; med. σκώληκας τῇ γλώττῃ Arst.; χρείας καὶ ἱστορίας Plut.): [[πνεῦμα]] ἀναλέξασθαι Anth. перевести дух;<br /><b class="num">2)</b> рассказывать: ὃ εἰς τὸν [[ἔπειτα]] χρόνον ἀναλεγόμενον Xen. рассказы будущих поколений;<br /><b class="num">3)</b> med. рассчитывать, исчислять (χρόνον Plut.);<br /><b class="num">4)</b> med. читать (ἐκ γραμμάτων τι, βιβλίων τῶν παλαιῶν χαρακτῆρας Plut.; πολέμου πάντα Anth.).
}}
}}