Anonymous

ὑπολίζων: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑπολίζων:''' -ον, κάπως λιγότερος ή [[μικρότερος]] σε αριθμό, σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''ὑπολίζων:''' -ον, κάπως λιγότερος ή [[μικρότερος]] σε αριθμό, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπολίζων:''' 2, gen. ονος несколько меньший, чуть пониже ростом (λαοί Hom.).
}}
}}