Anonymous

ἀθύρωτος: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀθύρωτος:''' [ῠ], -ον ([[θυρόω]]) = [[ἄθυρος]], αυτός που δεν είναι [[ποτέ]] [[κλειστός]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''ἀθύρωτος:''' [ῠ], -ον ([[θυρόω]]) = [[ἄθυρος]], αυτός που δεν είναι [[ποτέ]] [[κλειστός]], σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀθύρωτος:''' (ῠ) досл. незапирающийся, перен. неумолкающий ([[στόμα]] Arph.).
}}
}}