Anonymous

κατήφεια: Difference between revisions

From LSJ
2b
(5)
(2b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κατήφεια:''' Ιων. και Επικ. -είη ή -ίη <i>[ῑ]</i>, <i>ἡ</i> ([[κατηφής]])· [[λύπη]], [[θλίψη]] με [[ντροπή]], [[βαρυθυμία]], σε Ομήρ. Ιλ., Θουκ.
|lsmtext='''κατήφεια:''' Ιων. και Επικ. -είη ή -ίη <i>[ῑ]</i>, <i>ἡ</i> ([[κατηφής]])· [[λύπη]], [[θλίψη]] με [[ντροπή]], [[βαρυθυμία]], σε Ομήρ. Ιλ., Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''κατήφεια:''' эп.-ион. [[κατηφείη]] ἡ<br /><b class="num">1)</b> стыд, позор, бесславие (κ. καὶ [[ὄνειδος]] Hom.): κατεφείην σοι [[αὐτῷ]] Hom. к твоему собственному стыду;<br /><b class="num">2)</b> уныние, подавленность (δισθυμία καὶ κ. Plut.; ἡ χάρα εἰς κατήφειαν μετατραπήτω NT).
}}
}}