Anonymous

ἄτομος: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἄτομος:''' -ον ([[τέμνω]])·<br /><b class="num">I.</b> [[άκοπος]], [[αθέριστος]], σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που δεν μπορεί να κοπεί, [[αδιαίρετος]], σε Πλάτ.· <i>ἐν ἀτόμῳ</i>, ακαριαία, [[μονομιάς]], σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''ἄτομος:''' -ον ([[τέμνω]])·<br /><b class="num">I.</b> [[άκοπος]], [[αθέριστος]], σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που δεν μπορεί να κοπεί, [[αδιαίρετος]], σε Πλάτ.· <i>ἐν ἀτόμῳ</i>, ακαριαία, [[μονομιάς]], σε Καινή Διαθήκη
}}
{{elru
|elrutext='''ἄτομος:''' <b class="num">1)</b> нескошенный, несжатый ([[λειμών]] Soph.);<br /><b class="num">2)</b> неделимый (ἄ. ἤ τινα ἔχων διαίρεσιν Plat.; οὐκ ἔστιν ἄτομα μεγέθη Arst.): ἄτομα σώματα Democr. ap. Arst. атомы; ἐν ἀτόμῳ (sc. χρόνῳ) NT в мгновение ока.<br /><b class="num">II</b> ἡ (sc. [[οὐσία]]) атом Plut., Cic.
}}
}}