Anonymous

ἐνεργός: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐνεργός:''' -όν ([[ἔργον]]),·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που εργάζεται, εργαζόμενος, [[ενεργός]], [[δραστήριος]], σε Ηρόδ. κ.λπ.· λέγεται για στρατιώτες ή πλοία, [[αποτελεσματικός]], [[κατάλληλος]], [[ικανός]] για [[υπηρεσία]], σε Θουκ., Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για [[χώρα]], αποδοτική, εύφορη, παραγωγική, προσοδοφόρα, αντίθ. προς το [[ἀργός]], στον ίδ.· <i>ἐν. χρήματα</i>, κεφάλαια που αποδίδουν [[κέρδος]], έντοκα, σε Δημ.<br /><b class="num">III.</b> επίρρ. [[ἐνεργῶς]], δραστήρια, σε Ξεν.
|lsmtext='''ἐνεργός:''' -όν ([[ἔργον]]),·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που εργάζεται, εργαζόμενος, [[ενεργός]], [[δραστήριος]], σε Ηρόδ. κ.λπ.· λέγεται για στρατιώτες ή πλοία, [[αποτελεσματικός]], [[κατάλληλος]], [[ικανός]] για [[υπηρεσία]], σε Θουκ., Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για [[χώρα]], αποδοτική, εύφορη, παραγωγική, προσοδοφόρα, αντίθ. προς το [[ἀργός]], στον ίδ.· <i>ἐν. χρήματα</i>, κεφάλαια που αποδίδουν [[κέρδος]], έντοκα, σε Δημ.<br /><b class="num">III.</b> επίρρ. [[ἐνεργῶς]], δραστήρια, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐνεργός:''' <b class="num">1)</b> работающий, занятый (δικασταί Plat.): ἐ. εἶναι βουλόμενος Hom., Plut. ищущий работы; ἐ. [[γενέσθαι]] περί τι Polyb. быть занятым чем-л;<br /><b class="num">2)</b> деятельный, боеспособный, неутомимый ([[στράτευμα]] Xen.; ὑσσοί Polyb.);<br /><b class="num">3)</b> подвижный, живой (ζῷα Xen.);<br /><b class="num">4)</b> стремительный, быстрый ([[πορεία]] Polyb.);<br /><b class="num">5)</b> годный, исправный, в отличном состоянии ([[νῆες]] Thuc.; πελέκεις Diod.);<br /><b class="num">6)</b> годный для обработки, плодородный ([[χώρα]], γῆ Xen.; τόποι Arst.; [[πεδίον]] Plut.);<br /><b class="num">7)</b> производительный, дающий доход (χρήματα Dem.);<br /><b class="num">8)</b> питательный ([[τροφή]] Arst.).
}}
}}