Anonymous

κρήνηθεν: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κρήνηθεν:''' επίρρ., από [[πηγάδι]] ή [[πηγή]], σε Ανθ.
|lsmtext='''κρήνηθεν:''' επίρρ., από [[πηγάδι]] ή [[πηγή]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''κρήνηθεν:''' adv. из источника (πίνειν Anth.).
}}
}}