Anonymous

καθιμάω: Difference between revisions

From LSJ
2b
(5)
(2b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καθιμάω:''' [ῑ], μέλ. <i>-ήσω</i>, [[κατεβάζω]] [[κάτι]] με τη [[βοήθεια]] σχοινιού, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''καθιμάω:''' [ῑ], μέλ. <i>-ήσω</i>, [[κατεβάζω]] [[κάτι]] με τη [[βοήθεια]] σχοινιού, σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''κᾰθῑμάω:''' (преимущ. на веревке или ремне) опускать, спускать ([[κηλώνειον]] Arst.): κ. αὑτόν Arph. спускаться (на веревке или ремне).
}}
}}