3,273,735
edits
(4) |
(2) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δύσλοφος:''' -ον, <b class="num">I.</b> [[βαρύς]] για τον τράχηλο, δυσβάσταχτος, [[ανυπόφορος]], σε Θέογν., Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που δεν υπομένει το [[ζυγό]]· επίρρ., ανυπόμονα, σε Ευρ. | |lsmtext='''δύσλοφος:''' -ον, <b class="num">I.</b> [[βαρύς]] για τον τράχηλο, δυσβάσταχτος, [[ανυπόφορος]], σε Θέογν., Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που δεν υπομένει το [[ζυγό]]· επίρρ., ανυπόμονα, σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δύσλοφος:''' тяжелый для шеи, т. е. невыносимый, мучительный (πόνοι Aesch.). | |||
}} | }} |