Anonymous

ἀνθομολογέομαι: Difference between revisions

From LSJ
1
(3)
(1)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀνθομολογέομαι:''' μέλ. <i>-ήσομαι</i>, Μέσ.,<br /><b class="num">I.</b> [[πραγματοποιώ]] αμοιβαία [[συμφωνία]], [[πρός]] τινα, σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> [[ομολογώ]] ελεύθερα και [[αβίαστα]], σε Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> [[ανταποδίδω]] ευχαριστίες, σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''ἀνθομολογέομαι:''' μέλ. <i>-ήσομαι</i>, Μέσ.,<br /><b class="num">I.</b> [[πραγματοποιώ]] αμοιβαία [[συμφωνία]], [[πρός]] τινα, σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> [[ομολογώ]] ελεύθερα και [[αβίαστα]], σε Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> [[ανταποδίδω]] ευχαριστίες, σε Καινή Διαθήκη
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνθομολογέομαι:''' <b class="num">1)</b> взаимно соглашаться, приходить к соглашению (πρός τινα Dem., Polyb. и τινι Polyb.);<br /><b class="num">2)</b> открыто признавать (πρὸς οὐδὲν τῶν λεγομένων Polyb.; τὰς ἀρετάς τινος Diod.);<br /><b class="num">3)</b> публично выражать ([[χάριν]] Plut.);<br /><b class="num">4)</b> воздавать благодарность (τῷ θεῷ NT).
}}
}}