Anonymous

δαιτρεύω: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 19: Line 19:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δαιτρεύω:''' μέλ. <i>-σω</i> ([[δαιτρός]]), [[διαμελίζω]] [[κρέας]], [[τεμαχίζω]] σε μερίδες ή [[κόβω]], σε Ομήρ. Οδ.· [[κόβω]], [[κομματιάζω]] για να διανείμω, [[μοιράζω]] [[ανάμεσα]] στον κόσμο, σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''δαιτρεύω:''' μέλ. <i>-σω</i> ([[δαιτρός]]), [[διαμελίζω]] [[κρέας]], [[τεμαχίζω]] σε μερίδες ή [[κόβω]], σε Ομήρ. Οδ.· [[κόβω]], [[κομματιάζω]] για να διανείμω, [[μοιράζω]] [[ανάμεσα]] στον κόσμο, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''δαιτρεύω:''' (о мясе) разделять на порции, нарезать (δαιρτεῦσαί τε καὶ ὀπτῆσαι Hom.).
}}
}}