ὄργανον: Difference between revisions

3b
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὄργᾰνον:''' τό (*[[ἔργω]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> όργανο, [[εργαλείο]], [[σύνεργο]] για την [[κατασκευή]] ή την [[επίτευξη]] κάποιου πράγματος, σε Σοφ., Ευρ. κ.λπ.· λέγεται για πρόσωπα, ἁπάντων ἀεὶ κακῶν [[ὄργανον]], σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[αισθητήριο]] όργανο, σε Πλάτ.<br /><b class="num">3.</b> μουσικό όργανο, στον ίδ.<br /><b class="num">4.</b> χειρουργικό [[εργαλείο]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> [[έργο]], παράγωγο, <i>λαΐνεα Ἀμφίονος ὄργανα</i>, τα λίθινα έργα του Αμφίωνα, δηλ. τα τείχη των Θηβών, σε Ευρ.
|lsmtext='''ὄργᾰνον:''' τό (*[[ἔργω]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> όργανο, [[εργαλείο]], [[σύνεργο]] για την [[κατασκευή]] ή την [[επίτευξη]] κάποιου πράγματος, σε Σοφ., Ευρ. κ.λπ.· λέγεται για πρόσωπα, ἁπάντων ἀεὶ κακῶν [[ὄργανον]], σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[αισθητήριο]] όργανο, σε Πλάτ.<br /><b class="num">3.</b> μουσικό όργανο, στον ίδ.<br /><b class="num">4.</b> χειρουργικό [[εργαλείο]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> [[έργο]], παράγωγο, <i>λαΐνεα Ἀμφίονος ὄργανα</i>, τα λίθινα έργα του Αμφίωνα, δηλ. τα τείχη των Θηβών, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὄργᾰνον:''' τό<b class="num">1)</b> орудие, средство, инструмент, прибор, приспособление: πολεμικὰ ὄργανα Plat. военное снаряжение; τὰ ἰατρικὰ ὄργανα Plat. врачебные инструменты; τὰ ναυτικὰ ὄργανα Plat. мореходные принадлежности; ὄργανα περὶ γεωργίαν Plat. земледельческие орудия; ὄργανα χρόνου Plat. (о небесных светилах) орудия времени; ἁπάντων κακῶν ὄ. Soph. (об Одиссее) орудие всяческих преступлений;<br /><b class="num">2)</b> музыкальный инструмент (δι᾽ ὀργάνων κηλεῖν ἀνθρώπους Plat.);<br /><b class="num">3)</b> анат. орган (τὰ πορευτικὰ ὄργανα, ὄργανα πρὸς ἐργασίαν τῆς τροφῆς, τὸ ὄ. τὸ περὶ τὴν ἀναπνοήν Arst.);<br /><b class="num">4)</b> материал: ὄ. ἐν [[ὄρεσι]] Plat. материал в горах, т. е. лес;<br /><b class="num">5)</b> произведение: λαΐνεα Ἀμφίονος ὄργανα Eur. каменные творения Амфиона, т. е. стены Фив.
}}
}}