Anonymous

δυσπροσόρμιστος: Difference between revisions

From LSJ
2
(10)
(2)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δυσπροσόρμιστος]], -ον (Α)<br />αυτός που δεν έχει κατάλληλη [[πρόσβαση]] από τη [[θάλασσα]].
|mltxt=[[δυσπροσόρμιστος]], -ον (Α)<br />αυτός που δεν έχει κατάλληλη [[πρόσβαση]] από τη [[θάλασσα]].
}}
{{elru
|elrutext='''δυσπροσόρμιστος:''' <b class="num">1)</b> неудобный для причаливания, малодоступный (πλευρὰ τῆς Σικελίας Polyb.);<br /><b class="num">2)</b> (о высадке) трудный ([[ἀπόβασις]] Diod.).
}}
}}