Anonymous

καρφαλέος: Difference between revisions

From LSJ
2b
(5)
(2b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καρφᾰλέος:''' -α, -ον ([[κάρφω]]), [[ξηρός]], αποξηραμένος, σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για ήχο, <i>καρφαλέον ἀσπὶς ἄϋσε</i>, η [[ασπίδα]] έβγαλε έναν [[ξερό]] ήχο, δηλ. υπόκωφο, σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''καρφᾰλέος:''' -α, -ον ([[κάρφω]]), [[ξηρός]], αποξηραμένος, σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για ήχο, <i>καρφαλέον ἀσπὶς ἄϋσε</i>, η [[ασπίδα]] έβγαλε έναν [[ξερό]] ήχο, δηλ. υπόκωφο, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''καρφᾰλέος:''' сухой, высохший: [[ἠΐων]] θημὼν καρφαλέων Hom. куча сухой соломы; κ. δίψει Anth. томимый жаждой.
}}
}}