3,254,030
edits
(5) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''θύωμα:''' -ατος, τό ([[θυόω]]), αυτό το οποίο καίγεται σαν [[θυμίαμα]]· στον πληθ., μπαχαρικά, σε Ηρόδ. | |lsmtext='''θύωμα:''' -ατος, τό ([[θυόω]]), αυτό το οποίο καίγεται σαν [[θυμίαμα]]· στον πληθ., μπαχαρικά, σε Ηρόδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''θύωμα:''' ατος τό благовоние, ароматическое вещество Her., Luc. | |||
}} | }} |