Anonymous

ἀθωράκιστος: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀθωράκιστος:''' -ον (θωρᾱκίζω), αυτός που δεν [[φορά]] θώρακα ([[πανοπλία]]), σε Ξεν.
|lsmtext='''ἀθωράκιστος:''' -ον (θωρᾱκίζω), αυτός που δεν [[φορά]] θώρακα ([[πανοπλία]]), σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀθωράκιστος:''' (ρᾱ) не покрытый броней Xen., Plut.
}}
}}