Anonymous

ψεκτός: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ψεκτός:''' -ή, -όν, ρημ. επίθ., [[μεμπτός]], αυτός τον οποίον μπορεί [[κάποιος]] να κατηγορήσει, αξιοκατάκριτος, σε Πλάτ.
|lsmtext='''ψεκτός:''' -ή, -όν, ρημ. επίθ., [[μεμπτός]], αυτός τον οποίον μπορεί [[κάποιος]] να κατηγορήσει, αξιοκατάκριτος, σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ψεκτός:''' [adj. verb. к [[ψέγω]] достойный порицания, недостойный, зазорный Plat., Arst., Polyb., Plut.
}}
}}