Anonymous

ψαίρω: Difference between revisions

From LSJ
310 bytes added ,  31 December 2018
4b
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ψαίρω:''' μόνο στον ενεστ. ([[ψάω]])·<br /><b class="num">I.</b> μτβ., [[τρίβω]], [[ψηλαφώ]], [[αγγίζω]] απαλά· <i>οἶμον αἰθέρος ψαίρει</i>, αγγίζει, ξύνω [[ελαφρά]] τον αέρα, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> αμτβ., κινούμαι [[ελαφρώς]], πάλλομαι, τινάζομαι, θροΐζω, σε Λουκ.
|lsmtext='''ψαίρω:''' μόνο στον ενεστ. ([[ψάω]])·<br /><b class="num">I.</b> μτβ., [[τρίβω]], [[ψηλαφώ]], [[αγγίζω]] απαλά· <i>οἶμον αἰθέρος ψαίρει</i>, αγγίζει, ξύνω [[ελαφρά]] τον αέρα, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> αμτβ., κινούμαι [[ελαφρώς]], πάλλομαι, τινάζομαι, θροΐζω, σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ψαίρω:''' <b class="num">1)</b> задевать: οἶμον αἰθέρος ψ. πτεροῖς Aesch. разрезать крыльями воздушное пространство;<br /><b class="num">2)</b> издавать шорох, шуршать, шелестеть Luc.
}}
}}