Anonymous

ὀγκηρός: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀγκηρός:''' -ά, -όν ([[ὄγκος]] Β), [[ογκώδης]], διογκωμένος, πρησμένος· μεταφ., [[μεγαλοπρεπής]], [[πομπώδης]], σε Ξεν.· <i>τὸ ὀγκηρόν</i>, [[πρόβλημα]], [[μπελάς]], σε Αριστ.
|lsmtext='''ὀγκηρός:''' -ά, -όν ([[ὄγκος]] Β), [[ογκώδης]], διογκωμένος, πρησμένος· μεταφ., [[μεγαλοπρεπής]], [[πομπώδης]], σε Ξεν.· <i>τὸ ὀγκηρόν</i>, [[πρόβλημα]], [[μπελάς]], σε Αριστ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὀγκηρός:''' <b class="num">1)</b> раздутый, большой, крупный Arst.;<br /><b class="num">2)</b> надутый, пышный Xen., Arst.
}}
}}