Anonymous

συννέφελος: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συννέφελος:''' -ον ([[νεφέλη]]), [[συννεφιασμένος]], [[νεφελώδης]]· μεταφ., [[σκυθρωπός]], συνοφρυωμένος, κατσουφιασμένος, σε Θουκ.
|lsmtext='''συννέφελος:''' -ον ([[νεφέλη]]), [[συννεφιασμένος]], [[νεφελώδης]]· μεταφ., [[σκυθρωπός]], συνοφρυωμένος, κατσουφιασμένος, σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''συννέφελος:''' Thuc. = [[συννεφής]].
}}
}}