Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

διατετραίνω: Difference between revisions

From LSJ
1b
(4)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διατετραίνω:''' μέλ. <i>-τρανέω</i>, Αττ. <i>-τρανῶ</i> ή <i>—τρήσω</i>,· [[διατρυπώ]], κάνω [[τρύπα]] σε [[κάτι]], <i>τι</i>, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''διατετραίνω:''' μέλ. <i>-τρανέω</i>, Αττ. <i>-τρανῶ</i> ή <i>—τρήσω</i>,· [[διατρυπώ]], κάνω [[τρύπα]] σε [[κάτι]], <i>τι</i>, σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''διατετραίνω:''' (ион. fut. διατετρανέω) просверливать, пробивать (τι Her., med. Arph.).
}}
}}